συνταγματικός

Grec

Étymologie

De σύνταγμα et -ικός

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif συνταγματικός συνταγματική συνταγματικό
génitif συνταγματικού συνταγματικής συνταγματικού
accusatif συνταγματικό συνταγματική συνταγματικό
vocatif συνταγματικέ συνταγματική συνταγματικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif συνταγματικοί συνταγματικές συνταγματικά
génitif συνταγματικών συνταγματικών συνταγματικών
accusatif συνταγματικούς συνταγματικές συνταγματικά
vocatif συνταγματικοί συνταγματικές συνταγματικά

συνταγματικός (sindagmatikós) \sin.daɣ.ma.ti.ˈkɔs\

  1. Constitutionnel (au sens politique).

Antonymes

Dérivés

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Sharealike. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.