αντισυνταγματικός

Grec

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif αντισυνταγματικός αντισυνταγματική αντισυνταγματικό
génitif αντισυνταγματικού αντισυνταγματικής αντισυνταγματικού
accusatif αντισυνταγματικό αντισυνταγματική αντισυνταγματικό
vocatif αντισυνταγματικέ αντισυνταγματική αντισυνταγματικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif αντισυνταγματικοί αντισυνταγματικές αντισυνταγματικά
génitif αντισυνταγματικών αντισυνταγματικών αντισυνταγματικών
accusatif αντισυνταγματικούς αντισυνταγματικές αντισυνταγματικά
vocatif αντισυνταγματικοί αντισυνταγματικές αντισυνταγματικά

αντισυνταγματικός (andisindagmatikós) \an.di.sin.daɣ.ma.ti.ˈkɔs\

  1. Anticonstitutionnel, inconstitutionnel.

Antonymes

Dérivés

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Sharealike. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.