εἰμί

See also: εἶμι

Ancient Greek

Alternative forms

Etymology

From Proto-Hellenic *ehmi, from Proto-Indo-European *h₁ésmi (I am, I exist). Cognate with Old English eom (whence English am), Latin sum, Sanskrit अस्मि (ásmi), Old Armenian եմ (em), and so on. More at *h₁es- (to be, exist).

Pronunciation

 
  • (file)

Verb

εἰμῐ́ (eimí)

  1. To be, exist; (of persons) live
    1. (of events) To happen
    2. To be the case
  2. (copulative) To be [+nominative = something, someone]
  3. (third person, impersonal) it is possible [+infinitive = that ...]

Usage notes

  • Used as Aorist: ἐγενόμην (egenómēn) and as Present Perfect: γέγονα (gégona) from verb γίγνομαι (gígnomai, come into being)
  • Hellenistic Koine present imperative 2nd person singular: ἔσο (éso)
  • Postclassical Imperfect 1st person singular: ἢμην (ḕmēn)
  • Verbal adjective: συνεστέον (sunestéon)

Inflection

Synonyms

  • (it is possible): ἔξεστι (éxesti)

Derived terms

  • ἄπειμι (ápeimi)
  • ἀπουσία (apousía)
  • αὐτοουσία (autoousía)
  • ἔνειμι (éneimi)
  • ἔξειμι (éxeimi)
  • ἔξεστι (éxesti)
  • ἐξουσία (exousía)
  • ἔπειμι (épeimi)
  • ἐπιούσιος (epioúsios)
  • ἐπιπρόσειμι (epipróseimi)
  • ἐπισυμπάρειμι (episumpáreimi)
  • ἐπισύνειμι (episúneimi)
  • καταπερίειμι (kataperíeimi)
  • μέτειμι (méteimi)
  • μετουσία (metousía)
  • οὐρανουσία (ouranousía)
  • οὐσία (ousía)
  • πάρειμι (páreimi)
  • παρουσία (parousía)
  • περίειμι (períeimi)
  • περιουσία (periousía)
  • πρόειμι (próeimi)
  • προένειμι (proéneimi)
  • προέξειμι (proéxeimi)
  • πρόσειμι (próseimi)
  • προσπάρειμι (prospáreimi)
  • συμπάρειμι (sumpáreimi)
  • συμπρόσειμι (sumpróseimi)
  • σύνειμι (súneimi)
  • συνένειμι (sunéneimi)
  • συνουσία (sunousía)
  • συνύπειμι (sunúpeimi)
  • ὕπειμι (húpeimi)
  • ὑπένειμι (hupéneimi)
  • ὑπέρειμι (hupéreimi)
  • ὤν (ṓn)

Descendants

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.