ἀναίτιος

Grec ancien

Étymologie

Mot dérivé de αἴτιος, aítios  coupable ») avec le préfixe ἀν-, an-  in- »).

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif ἀναίτιος ἀναιτία ἀναίτιον ἀναίτιοι ἀναίτιαι ἀναίτια ἀναιτίω ἀναιτία ἀναιτίω
Vocatif ἀναίτιε ἀναιτία ἀναίτιον ἀναίτιοι ἀναίτιαι ἀναίτια ἀναιτίω ἀναιτίω ἀναιτίω
Accusatif ἀναίτιον ἀναιτίαν ἀναίτιον ἀναιτίους ἀναιτίας ἀναιτία ἀναιτίω ἀναιτία ἀναιτίω
Génitif ἀναιτίου ἀναιτίας ἀναιτίου ἀναιτίων ἀναιτίων ἀναιτίων ἀναιτίοιν ἀναιτίαιν ἀναιτίοιν
Datif ἀναιτί ἀναιτί ἀναιτί ἀναιτίοις ἀναιτίαις ἀναιτίοις ἀναιτίοιν ἀναιτίαιν ἀναιτίοιν

ἀναίτιος, anaítios \Prononciation ?\

  1. Innocent, non coupable, pas responsable.

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Sharealike. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.