φύση

Grec

Étymologie

Du grec ancien φύσις, phúsis.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  φύση οι  φύσεις
Génitif της  φύσης
φύσεως
των  φύσεων
Accusatif τη(ν)  φύση τις  φύσεις
Vocatif φύση φύσεις

φύση (físi) \ˈfi.si\ féminin

  1. Nature (1-4).
    • Η αστροφυσική, η γεωλογία, η ωκεανολογία, η μετεωρολογία, η χημεία, η πυρηνική φυσική, η ανατομία, η ιατρική, η γεωπονία και η οικολογία είναι μερικές από τις επιστήμες που μελετούν τη φύση, γι' αυτό ονομάζονται φυσικές επιστήμες.
      L'astrophysique, la géologie, l'océanologie, la météorologie, la chimie, la physique nucléaire, l'anatomie, la médecine, l'agronomie et l'écologie sont quelques-unes des sciences qui étudient la nature, c'est pourquoi elles sont appelées sciences naturelles.
    • Η θνητή φύση του ανθρώπου.
      La nature mortelle de l’homme.
    • Η παροδική φύση ενός φαινομένου.
      La nature passagère d’un phénomène.
    • Ο τάδε έχει καλλιτεχνική φύση, ο δείνα είναι φύσει αθυρόστομος και βωμολόχος.
      Untel a une nature artistique, untel est par nature vulgaire et grossier.
    • Η φύση του ανθρώπου.
      La nature de l’homme.

Dérivés

  • φύομαι, φυτό, φυτολογία, φυτώριο, φύτρο
  • φυσικός
  • σύμφυση, σύμφυτος
  • έμφυτος
  • ορμέμφυτος,
  • επιπεφυκώς, επιπεφυκίτιδα
  • κατάφυτος
  • φυσιολογικός
  • φυσιατρική, φυσίατρος
  • φυσιογνωμία, φυσιογνωμιστής
  • φυσιοθεραπεία, φυσιοθεραπευτής/φυσιοθεραπεύτρια
  • φυσιολατρία, φυσιολάτρης, φυσιολατρικός
  • φυσιοδίφης
  • φυσιολογία

Références

  • Cet article utilise des informations de l’article du Wiktionnaire en grec, sous licence CC-BY-SA-3.0 : φύση.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Sharealike. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.