υποψηφιότητα
Grec
Étymologie
- De υποψήφiος et -ότητα.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | υποψηφιότητα | οι | υποψηφιότητες |
Génitif | της | υποψηφιότητας | των | υποψηφιοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | υποψηφιότητα | τις | υποψηφιότητες |
Vocatif | υποψηφιότητα | υποψηφιότητες |
υποψηφιότητα (ypopsifiótita) \i.pɔ.psi.'fçɔ.ti.ta\ féminin
Cet article est issu de
Wiktionary.
Le texte est sous licence Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.