παρατηρητής

Grec

Étymologie

Du grec ancien παρατηρέω.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  παρατηρητής οι  παρατηρητές
Génitif του  παρατηρητή των  παρατηρητών
Accusatif το(ν)  παρατηρητή τους  παρατηρητές
Vocatif παρατηρητή παρατηρητές

παρατηρητής \pa.ɾa.ti.ɾi.ˈtis\ masculin

  1. Observateur, veilleur.

Apparentés étymologiques

  • παρατήρημα
  • παρατήρηση
  • παρατηρητήριο
  • παρατηρητέον
  • παρατηρητικά (παρατηρητικώς)
  • παρατηρητικός
  • παρατηρητικότητα (παρατηρητικότης)
  • παρατηρούμαι
  • παρατηρώ
  • παρατηρήτρια
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Sharealike. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.