παραγωγικότητα
Grec
Étymologie
- → voir παραγωγικός et -ότητα
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | παραγωγικότητα | οι | παραγωγικότητες |
Génitif | της | παραγωγικότητας | των | παραγωγικοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | παραγωγικότητα | τις | παραγωγικότητες |
Vocatif | παραγωγικότητα | παραγωγικότητες |
παραγωγικότητα, paragoyikótita \Prononciation ?\ féminin
- Productivité.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Cet article est issu de
Wiktionary.
Le texte est sous licence Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.