κλωνοποίηση
Grec
Étymologie
- → voir κλώνος et -ποίηση.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | κλωνοποίηση | οι | κλωνοποιήσεις |
Génitif | της | κλωνοποίησης κλωνοποιήσεως |
των | κλωνοποιήσεων |
Accusatif | τη(ν) | κλωνοποίηση | τις | κλωνοποιήσεις |
Vocatif | κλωνοποίηση | κλωνοποιήσεις |
κλωνοποίηση, klonopíisi \klɔ.nɔ.ˈpi.i.si\ féminin
Cet article est issu de
Wiktionary.
Le texte est sous licence Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.