εξαντλητικός

Grec

Étymologie

→ voir εξαντλώ.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif εξαντλητικός εξαντλητική εξαντλητικό
génitif εξαντλητικού εξαντλητικής εξαντλητικού
accusatif εξαντλητικό εξαντλητική εξαντλητικό
vocatif εξαντλητικέ εξαντλητική εξαντλητικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif εξαντλητικοί εξαντλητικές εξαντλητικά
génitif εξαντλητικών εξαντλητικών εξαντλητικών
accusatif εξαντλητικούς εξαντλητικές εξαντλητικά
vocatif εξαντλητικοί εξαντλητικές εξαντλητικά

εξαντλητικός (exandlitikós) \ɛk.san.dli.ti.ˈkɔs\

  1. Exhaustif.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Sharealike. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.