εικόνα

Voir aussi : εἰκόνα

Grec

Étymologie

Du grec ancien εἰκών, eikốn.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  εικόνα οι  εικόνες
Génitif της  εικόνας των  εικόνων
Accusatif τη(ν)  εικόνα τις  εικόνες
Vocatif εικόνα εικόνες

εικόνα (ikóna) \i.ˈkɔ.na\ féminin

  1. Image.
  2. (Religion) Icône.
  3. (Informatique) Icône.

Dérivés

  • εικονίδιο
  • εικόνισμα
  • εικονιστικός
  • εικονικός
  • εικονικότητα
  • εικαστική
  • εικάζω
  • εικασία
  • εικατολογία
  • απεικονίζω
  • εικονογράφηση
  • εικονογραφημένος
  • εικονογράφος
  • εικονογραφώ
  • εικονοκλάστης
  • εικονολατρεία
  • εικονολάτρης
  • εικονολήπτης
  • εικονομαχία
  • εικονοστάσιο
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Sharealike. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.