χρονολόγηση

Greek

Etymology

From the past stem χρονολογη- of χρονολογώ (I date) + -ση (-si) from ancient -σις.[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /xronoˈloʝisi/
  • Hyphenation: χρο‧νο‧λό‧γη‧ση

Noun

χρονολόγηση (chronológisi) f (plural χρονολογήσεις)

  1. the act of dating, chronology
    Η χρονολόγηση του πίνακα ήταν λάθος. Η σωστή χρονολογία δημιουργίας ήταν το 1750.
    I chronológisi tou pínaka ítan láthos. I sostí chronología dimiourgías ítan to 1750.
    The dating of the painting was wrong. The correct year date of its creation was 1750.
    Synonym: χρονολογία (chronología)
  2. marking, recording the date

Declension

  • μεταχρονολόγηση f (metachronológisi, postdating)
  • προχρονολόγηση f (prochronológisi, antedating)
  • χρονολογώ (chronologó, I date, chronologize)

References

  1. χρονολόγηση in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.