προτείνω
Greek
Etymology
From Ancient Greek προτείνω (proteínō, “put forward, propose”).[1]
Verb
προτείνω • (proteíno) (simple past πρότεινα, passive προτείνομαι)
Conjugation
προτείνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προτείνω | πρότεινα | θα προτείνω | να προτείνω | |
2s | προτείνεις | πρότεινες | θα προτείνεις | να προτείνεις | πρότεινε |
3s | προτείνει | πρότεινε | θα προτείνει | να προτείνει | |
1p | προτείνουμε, προτείνομε | προτείναμε | θα προτείνουμε, προτείνομε | να προτείνουμε, προτείνομε | |
2p | προτείνετε | προτείνατε | θα προτείνετε | να προτείνετε | προτείνετε |
3p | προτείνουν, προτείνουνε | πρότειναν, προτείναν, προτείνανε | θα προτείνουν, προτείνουνε | να προτείνουν, προτείνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προτείνω | πρότεινα | θα προτείνω | να προτείνω | |
2s | προτείνεις | πρότεινες | θα προτείνεις | να προτείνεις | πρότεινε |
3s | προτείνει | πρότεινε | θα προτείνει | να προτείνει | |
1p | προτείνουμε, προτείνομε | προτείναμε | θα προτείνουμε, προτείνομε | να προτείνουμε, προτείνομε | |
2p | προτείνετε | προτείνατε | θα προτείνετε | να προτείνετε | προτείντε |
3p | προτείνουν, προτείνουνε | πρότειναν, προτείναν, προτείνανε | θα προτείνουν, προτείνουνε | να προτείνουν, προτείνουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προτείνει | είχα προτείνει | θα έχω προτείνει | να έχω προτείνει | |
2s | έχεις προτείνει | είχες προτείνει | θα έχεις προτείνει | να έχεις προτείνει | |
3s | έχει προτείνει | είχε προτείνει | θα έχει προτείνει | να έχει προτείνει | |
1p | έχουμε προτείνει | είχαμε προτείνει | θα έχουμε προτείνει | να έχουμε προτείνει | |
2p | έχετε προτείνει | είχατε προτείνει | θα έχετε προτείνει | να έχετε προτείνει | |
3p | έχουν προτείνει | είχαν προτείνει | θα έχουν προτείνει | να έχουν προτείνει | |
Participle: | προτείνοντας | Non-finite ‡ | προτείνει | 172, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
References
- Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary] (in Greek), 2nd edition, Athens: Lexicology Centre
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.