κατηγορούμενο

Greek

Noun

κατηγορούμενο (katigoroúmeno) n (plural κατηγορούμενα)

  1. (grammar, linguistics) predicative
    "Ο Γιώργος είναι πονηρός" - Το κατηγορούμενο του υποκειμένου είναι το επίθετο "πονηρός".
    "George is wicked" - The predicative of the subject is the adjective "wicked".

Declension

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.