κακοποιώ
Greek
Verb
κακοποιώ • (kakopoió) (simple past κακοποίησα, passive κακοποιούμαι)
Conjugation
κακοποιώ, κακοποιούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | κακοποιώ | κακοποιήσω | κακοποιούμαι | κακοποιηθώ |
2 sg | κακοποιείς | κακοποιήσεις | κακοποιείσαι | κακοποιηθείς |
3 sg | κακοποιεί | κακοποιήσει | κακοποιείται | κακοποιηθεί |
1 pl | κακοποιούμε | κακοποιήσουμε, [-ομε] | κακοποιούμαστε, κακοποιόμαστε | κακοποιηθούμε |
2 pl | κακοποιείτε | κακοποιήσετε | κακοποιείστε, (κακοποιόσαστε) | κακοποιηθείτε |
3 pl | κακοποιούν(ε) | κακοποιήσουν(ε) | κακοποιούνται | κακοποιηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | κακοποιούσα | κακοποίησα | κακοποιούμουν(α), κακοποιόμουν(α) | κακοποιήθηκα |
2 sg | κακοποιούσες | κακοποίησες | [κακοποιούσουν(α)], κακοποιόσουν(α) | κακοποιήθηκες |
3 sg | κακοποιούσε | κακοποίησε | κακοποιούνταν, κακοποιόταν(ε), {κακοποιείτο} | κακοποιήθηκε |
1 pl | κακοποιούσαμε | κακοποιήσαμε | κακοποιούμασταν, (‑ούμαστε), κακοποιόμασταν, (‑όμαστε) | κακοποιηθήκαμε |
2 pl | κακοποιούσατε | κακοποιήσατε | [κακοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], κακοποιόσασταν, (‑όσαστε) | κακοποιηθήκατε |
3 pl | κακοποιούσαν(ε) | κακοποίησαν, κακοποιήσαν(ε) | κακοποιούνταν, κακοποιόνταν(ε), (κακοποιόντουσαν), {κακοποιούντο} | κακοποιήθηκαν, κακοποιηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα κακοποιώ ➤ | θα κακοποιήσω ➤ | θα κακοποιούμαι ➤ | θα κακοποιηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα κακοποιείς, … | θα κακοποιήσεις, … | θα κακοποιείσαι, … | θα κακοποιηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … κακοποιήσει έχω, έχεις, … κακοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … κακοποιηθεί είμαι, είσαι, … κακοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … κακοποιήσει είχα, είχες, … κακοποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … κακοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … κακοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … κακοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … κακοποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … κακοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κακοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | κακοποίησε | — | κακοποιήσου |
2 pl | κακοποιείτε | κακοποιήστε | κακοποιείστε | κακοποιηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | κακοποιώντας ➤ | κακοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας κακοποιήσει ➤ | κακοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | κακοποιήσει | κακοποιηθεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.