εφαρμόζω
Greek
Verb
εφαρμόζω • (efarmózo) (simple past εφάρμοσα, passive εφαρμόζομαι)
Conjugation
εφαρμόζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | εφαρμόζω | εφάρμοζα | θα εφαρμόζω | να εφαρμόζω | |
2s | εφαρμόζεις | εφάρμοζες | θα εφαρμόζεις | να εφαρμόζεις | εφάρμοζε |
3s | εφαρμόζει | εφάρμοζε | θα εφαρμόζει | να εφαρμόζει | |
1p | εφαρμόζουμε, εφαρμόζομε | εφαρμόζαμε | θα εφαρμόζουμε, εφαρμόζομε | να εφαρμόζουμε, εφαρμόζομε | |
2p | εφαρμόζετε | εφαρμόζατε | θα εφαρμόζετε | να εφαρμόζετε | εφαρμόζετε |
3p | εφαρμόζουν, εφαρμόζουνε | εφάρμοζαν, εφαρμόζαν, εφαρμόζανε | θα εφαρμόζουν, εφαρμόζουνε | να εφαρμόζουν, εφαρμόζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | εφαρμόσω | εφάρμοσα | θα εφαρμόσω | να εφαρμόσω | |
2s | εφαρμόσεις | εφάρμοσες | θα εφαρμόσεις | να εφαρμόσεις | εφάρμοσε |
3s | εφαρμόσει | εφάρμοσε | θα εφαρμόσει | να εφαρμόσει | |
1p | εφαρμόσουμε, εφαρμόσομε | εφαρμόσαμε | θα εφαρμόσουμε, εφαρμόσομε | να εφαρμόσουμε, εφαρμόσομε | |
2p | εφαρμόσετε | εφαρμόσατε | θα εφαρμόσετε | να εφαρμόσετε | εφαρμόστε |
3p | εφαρμόσουν, εφαρμόσουνε | εφάρμοσαν, εφαρμόσαν, εφαρμόσανε | θα εφαρμόσουν, εφαρμόσουνε | να εφαρμόσουν, εφαρμόσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω εφαρμόσει | είχα εφαρμόσει | θα έχω εφαρμόσει | να έχω εφαρμόσει | |
2s | έχεις εφαρμόσει | είχες εφαρμόσει | θα έχεις εφαρμόσει | να έχεις εφαρμόσει | έχε εφαρμοσμένο |
3s | έχει εφαρμόσει | είχε εφαρμόσει | θα έχει εφαρμόσει | να έχει εφαρμόσει | |
1p | έχουμε εφαρμόσει | είχαμε εφαρμόσει | θα έχουμε εφαρμόσει | να έχουμε εφαρμόσει | |
2p | έχετε εφαρμόσει | είχατε εφαρμόσει | θα έχετε εφαρμόσει | να έχετε εφαρμόσει | έχετε εφαρμοσμένο |
3p | έχουν εφαρμόσει | είχαν εφαρμόσει | θα έχουν εφαρμόσει | να έχουν εφαρμόσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εφαρμοσμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εφαρμοσμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εφαρμοσμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εφαρμοσμένο | ||||
Participle: | εφαρμόζοντας | Non-finite ‡ | εφαρμόσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.