επικρατώ
Greek
Conjugation
επικρατώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | επικρατώ | επικρατούσα | θα επικρατώ | να επικρατώ | |
2s | επικρατείς | επικρατούσες | θα επικρατείς | να επικρατείς | — |
3s | επικρατεί | επικρατούσε | θα επικρατεί | να επικρατεί | |
1p | επικρατούμε | επικρατούσαμε | θα επικρατούμε | να επικρατούμε | |
2p | επικρατείτε | επικρατούσατε | θα επικρατείτε | να επικρατείτε | επικρατείτε |
3p | επικρατούν, επικρατούνε | επικρατούσαν, επικρατούσανε | θα επικρατούν, θα επικρατούνε | να επικρατούν, να επικρατούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | επικρατήσω | επικράτησα | θα επικρατήσω | να επικρατήσω | |
2s | επικρατήσεις | επικράτησες | θα επικρατήσεις | να επικρατήσεις | επικράτησε |
3s | επικρατήσει | επικράτησε | θα επικρατήσει | να επικρατήσει | |
1p | επικρατήσουμε, επικρατήσομε | επικρατήσαμε | θα επικρατήσουμε, θα επικρατήσομε | να επικρατήσουμε, να επικρατήσομε | |
2p | επικρατήσετε | επικρατήσατε | θα επικρατήσετε | να επικρατήσετε | επικρατήστε, επικρατήσετε |
3p | επικρατήσουν, επικρατήσουνε | επικράτησαν, επικρατήσαν, επικρατήσανε | θα επικρατήσουν, θα επικρατήσουνε | να επικρατήσουν, να επικρατήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω επικρατήσει | είχα επικρατήσει | θα έχω επικρατήσει | να έχω επικρατήσει | |
2s | έχεις επικρατήσει | είχες επικρατήσει | θα έχεις επικρατήσει | να έχεις επικρατήσει | |
3s | έχει επικρατήσει | είχε επικρατήσει | θα έχει επικρατήσει | να έχει επικρατήσει | |
1p | έχουμε επικρατήσει | είχαμε επικρατήσει | θα έχουμε επικρατήσει | να έχουμε επικρατήσει | |
2p | έχετε επικρατήσει | είχατε επικρατήσει | θα έχετε επικρατήσει | να έχετε επικρατήσει | |
3p | έχουν επικρατήσει | είχαν επικρατήσει | θα έχουν επικρατήσει | να έχουν επικρατήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) επικρατημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) επικρατημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) επικρατημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) επικρατημένο | ||||
Participle: | επικρατώντας | Non-finite ‡ | επικρατήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.