ασχολούμαι
Greek
Alternative forms
- ασχολιέμαι (ascholiémai)
Verb
ασχολούμαι • (ascholoúmai) deponent (simple past ασχολήθηκα)
- be busy with, be occupied with
- pay attention to
Conjugation
ασχολούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ασχολούμαι | ασχολιόμουν, ασχολιόμουνα | θα ασχολούμαι | να ασχολούμαι | |
2s | ασχολείσαι | ασχολιόσουν, ασχολιόσουνα | θα ασχολείσαι | να ασχολείσαι | — |
3s | ασχολείται | ασχολιόταν, ασχολιότανε | θα ασχολείται | να ασχολείται | |
1p | ασχολούμαστε, ασχολόμαστε | ασχολιόμαστε, ασχολιόμασταν | θα ασχολούμαστε | να ασχολούμαστε | |
2p | ασχολείστε, ασχολόσαστε | ασχολιόσαστε, ασχολιόσασταν | θα ασχολείστε | να ασχολείστε | ασχολείστε |
3p | ασχολούνται | ασχολιόνταν, ασχολιούνταν, ασχολιόντουσαν, ασχολιόντανε | θα ασχολούνται | να ασχολούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ασχοληθώ | ασχολήθηκα | θα ασχοληθώ | να ασχοληθώ | |
2s | ασχοληθείς | ασχολήθηκες | θα ασχοληθείς | να ασχοληθείς | ασχολήσου |
3s | ασχοληθεί | ασχολήθηκε | θα ασχοληθεί | να ασχοληθεί | |
1p | ασχοληθούμε | ασχοληθήκαμε | θα ασχοληθούμε | να ασχοληθούμε | |
2p | ασχοληθείτε | ασχοληθήκατε | θα ασχοληθείτε | να ασχοληθείτε | ασχοληθείτε |
3p | ασχοληθούν, ασχοληθούνε | ασχολήθηκαν, ασχοληθήκανε, ασχοληθήκαν | θα ασχοληθούν, θα ασχοληθούνε | να ασχοληθούν, να ασχοληθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ασχοληθεί | είχα ασχοληθεί | θα έχω ασχοληθεί | να έχω ασχοληθεί | |
2s | έχεις ασχοληθεί | είχες ασχοληθεί | θα έχεις ασχοληθεί | να έχεις ασχοληθεί | |
3s | έχει ασχοληθεί | είχε ασχοληθεί | θα έχει ασχοληθεί | να έχει ασχοληθεί | |
1p | έχουμε ασχοληθεί | είχαμε ασχοληθεί | θα έχουμε ασχοληθεί | να έχουμε ασχοληθεί | |
2p | έχετε ασχοληθεί | είχατε ασχοληθεί | θα έχετε ασχοληθεί | να έχετε ασχοληθεί | |
3p | έχουν ασχοληθεί | είχαν ασχοληθεί | θα έχουν ασχοληθεί | να έχουν ασχοληθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | ασχοληθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- ασχολία f (ascholía, “activity, occupation”)
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.