ἀδιάβατος

Grec ancien

Étymologie

Du préfixe privatif ἀ- et de διαϐαίνω.

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif ἀδιάϐατος ἀδιάϐατος ἀδιάϐατον ἀδιάϐατοι ἀδιάϐατοι ἀδιάϐατα ἀδιαϐάτω ἀδιαϐάτω ἀδιαϐάτω
Vocatif ἀδιάϐατε ἀδιάϐατε ἀδιάϐατον ἀδιάϐατοι ἀδιάϐατοι ἀδιάϐατα ἀδιαϐάτω ἀδιαϐάτω ἀδιαϐάτω
Accusatif ἀδιάϐατον ἀδιάϐατον ἀδιάϐατον ἀδιαϐάτους ἀδιαϐάτους ἀδιάϐατα ἀδιαϐάτω ἀδιαϐάτω ἀδιαϐάτω
Génitif ἀδιαϐάτου ἀδιαϐάτου ἀδιαϐάτου ἀδιαϐάτων ἀδιαϐάτων ἀδιαϐάτων ἀδιαϐάτοιν ἀδιαϐάτοιν ἀδιαϐάτοιν
Datif ἀδιαϐάτ ἀδιαϐάτ ἀδιαϐάτ ἀδιαϐάτοις ἀδιαϐάτοις ἀδιαϐάτοις ἀδιαϐάτοιν ἀδιαϐάτοιν ἀδιαϐάτοιν

ἀδιάϐατος, ος, ον [ϐᾰ]

  1. Qu’on ne peut traverser, infranchissable.

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Sharealike. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.