φανταστικός

Grec ancien

Étymologie

De φανταστής (« vantard ») avec le suffixe -ικός.

Adjectif

Cas Singulier Pluriel Duel
Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre Masculin Féminin Neutre
Nominatif φανταστικός φανταστική φανταστικόν φανταστικοί φανταστικαί φανταστικά φανταστικώ φανταστικά φανταστικώ
Vocatif φανταστικέ φανταστική φανταστικόν φανταστικοί φανταστικαί φανταστικά φανταστικώ φανταστικά φανταστικώ
Accusatif φανταστικόν φανταστικήν φανταστικόν φανταστικούς φανταστικάς φανταστικά φανταστικώ φανταστικά φανταστικώ
Génitif φανταστικοῦ φανταστικῆς φανταστικοῦ φανταστικῶν φανταστικῶν φανταστικῶν φανταστικοῖν φανταστικαῖν φανταστικοῖν
Datif φανταστικ φανταστικ φανταστικ φανταστικοῖς φανταστικαῖς φανταστικοῖς φανταστικοῖν φανταστικαῖν φανταστικοῖν

φανταστικός, phantastikós

  1. Imaginaire.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Dérivés dans d’autres langues

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Sharealike. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.