σέβας

Grec ancien

Étymologie

De σέβω, sébô  honorer »).

Nom commun

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ σέβας τὰ σέβατα τὼ σέβατε
Vocatif σέβας σέβατα σέβατε
Accusatif τὸ σέβας τὰ σέβατα τὼ σέβατε
Génitif τοῦ σέβατος τῶν σεβάτων τοῖν σεβάτοιν
Datif τῷ σέβατι τοῖς σέβασι(ν) τοῖν σεβάτοιν

σέβας, sébas \ˈse.bas\ neutre

  1. Révérence.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
  2. Chose révérée, honorée.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
  3. Majesté.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Apparentés étymologiques

  • σέβασις
  • σέβασμα
  • Σεβάσμιος
  • Σεβασμιότης
  • Σεβασμός
  • Σεβαστεῖον
  • Σεβαστεύω
  • Σεβαστιάς
  • Σεβαστικός
  • Σεβάστιος
  • Σεβαστοδώρητος
  • Σεβαστοφαντέω
  • Σεβαστοφάντης
  • Σεβαστοφαντικός
  • Σεβαστοφορικός
  • Σεβαστοφόροι
  • Σεβαστόγνωστος
  • Σεβαστοκρατέω
  • Σεβαστολόγος
  • Σεβαστονείκης
  • σεβαστός

Références

Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Sharealike. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.