ψευδο-

Greek

Alternative forms

  • ψευδό- (psevdó-)
  • ψευδ- (psevd-)

Pronunciation

  • IPA(key): /psɛv.ðɔ/

Prefix

ψευδο- (psevdo-)

  1. pseudo-
  2. sham, pretend, spurious
  3. false, unauthentic, counterfeit
  4. resembling, similar
  5. (chemistry) isomeric, having similar properties

Derived terms

  • ψευδαδάμας (psevdadámas)
  • ψευδαίσθηση (psevdaísthisi)
  • ψευδάνθρακας (psevdánthrakas)
  • ψευδαπόστολος (psevdapóstolos)
  • ψευδάργυρος (psevdárgyros)
  • ψευδαργυρούχος (psevdargyroúchos)
  • ψευδεπίγραφος (psevdepígrafos)
  • ψευδοδίλημμα (psevdodílimma)
  • ψευδοεπιστήμη (psevdoepistími)
  • ψευδοεπιστημονικός (psevdoepistimonikós)
  • ψευδοκλασικισμός (psevdoklasikismós)
  • ψευδοκράτος (psevdokrátos)
  • ψευδολόγημα (psevdológima)
  • ψευδολογία (psevdología)
  • ψευδολόγος (psevdológos)
  • ψευδομάρτυρας (psevdomártyras)
  • ψευδομαρτυρία (psevdomartyría)
  • ψευδομαρτυρώ (psevdomartyró)
  • ψευδομονάδα (psevdomonáda)
  • ψευδοπατριώτης (psevdopatriótis)
  • ψευδοπατριωτισμός (psevdopatriotismós)
  • ψευδοπάτωμα (psevdopátoma)
  • ψευδοπρόβλημα (psevdopróvlima)
  • ψευδοπροφήτης (psevdoprofítis)
  • ψευδορκία (psevdorkía)
  • ψεύδορκος (psévdorkos)
  • ψευδορκώ (psevdorkó)
  • ψευδοροφή (psevdorofí)
  • ψευδόσοφος (psevdósofos)
  • ψευδότιλος (psevdótilos)
  • ψευδότοιχος (psevdótoichos)
  • ψευδωνυμία (psevdonymía)
  • ψευδώνυμο (psevdónymo)
  • ψευδώνυμος (psevdónymos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.