υπεροπτικός
Greek
Adjective
υπεροπτικός • (yperoptikós) m (feminine υπεροπτική, neuter υπεροπτικό)
Declension
declension of υπεροπτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπεροπτικός | υπεροπτική | υπεροπτικό | υπεροπτικοί | υπεροπτικές | υπεροπτικά |
genitive | υπεροπτικού | υπεροπτικής | υπεροπτικού | υπεροπτικών | υπεροπτικών | υπεροπτικών |
accusative | υπεροπτικό | υπεροπτική | υπεροπτικό | υπεροπτικούς | υπεροπτικές | υπεροπτικά |
vocative | υπεροπτικέ | υπεροπτική | υπεροπτικό | υπεροπτικοί | υπεροπτικές | υπεροπτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο υπεροπτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο υπεροπτικός (o pio yperoptikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπεροπτικότερος | υπεροπτικότερη | υπεροπτικότερο | υπεροπτικότεροι | υπεροπτικότερες | υπεροπτικότερα |
genitive | υπεροπτικότερου | υπεροπτικότερης | υπεροπτικότερου | υπεροπτικότερων | υπεροπτικότερων | υπεροπτικότερων |
accusative | υπεροπτικότερο | υπεροπτικότερη | υπεροπτικότερο | υπεροπτικότερους | υπεροπτικότερες | υπεροπτικότερα |
vocative | υπεροπτικότερε | υπεροπτικότερη | υπεροπτικότερο | υπεροπτικότεροι | υπεροπτικότερες | υπεροπτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο υπεροπτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπεροπτικότατος | υπεροπτικότατη | υπεροπτικότατο | υπεροπτικότατοι | υπεροπτικότατες | υπεροπτικότατα |
genitive | υπεροπτικότατου | υπεροπτικότατης | υπεροπτικότατου | υπεροπτικότατων | υπεροπτικότατων | υπεροπτικότατων |
accusative | υπεροπτικότατο | υπεροπτικότατη | υπεροπτικότατο | υπεροπτικότατους | υπεροπτικότατες | υπεροπτικότατα |
vocative | υπεροπτικότατε | υπεροπτικότατη | υπεροπτικότατο | υπεροπτικότατοι | υπεροπτικότατες | υπεροπτικότατα |
Synonyms
- ακατάδεκτος (akatádektos)
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.