υλοποίηση

Greek

Noun

υλοποίηση (ylopoíisi) f (plural υλοποιήσεις)

  1. implementation
    Τα σχέδια είναι έτοιμα, αλλά θα χρειστούν χρήματα για την υλοποίησή τους.
    The plans are ready, but I will need money to implement them.

Declension

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.