μανθάνω

Ancient Greek

Etymology

A nasal-infixed and -suffixed present from the root μαθ- (math-), from Proto-Indo-European *mn̥(s)-dʰh₁-, from *men- + *dʰeh₁-, thus "to put one's mind".

Pronunciation

 

Verb

μᾰνθᾰ́νω (manthánō)

  1. I learn
    Antonym: παιδεύω (paideúō)
  2. (aorist) I know, understand
  3. I seek, ask, inquire
  4. I have a habit of, am accustomed to
  5. I notice, perceive
  6. (in questions) Τί μαθών; "What were you thinking?" "Why on earth?"

Inflection

Derived terms

  • ἀναμανθάνω (anamanthánō)
  • ἀντιμανθάνω (antimanthánō)
  • ἀπομανθάνω (apomanthánō)
  • διαμανθάνω (diamanthánō)
  • ἐκμανθάνω (ekmanthánō)
  • ἐπιμανθάνω (epimanthánō)
  • καταμανθάνω (katamanthánō)
  • μεταμανθάνω (metamanthánō)
  • προμανθάνω (promanthánō)
  • προσμανθάνω (prosmanthánō)
  • συμμανθάνω (summanthánō)
  • μαθητεία (mathēteía)
  • μαθητέος (mathētéos)
  • μαθητεύω (mathēteúō)
  • μαθητής (mathētḗs)
  • μαθητιάω (mathētiáō)
  • μαθητικός (mathētikós)
  • μαθητός (mathētós)

Descendants

  • Greek:
Medieval: μανθάνω, μαθαίνω, μαθάνω, μανθαίνω, μανθάννω, μαθθαίνω[1]
Modern Greek: μαθαίνω (mathaíno) (also εκμανθάνω)

References

  1. μανθάνω in Kriaras, Emmanuel. (n.d.) Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας [Concise Dictionary of Medieval Vulgar Greek Literature (11001669) Vols. IXIV.] (in Greek), Online edition

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.