κρατέω

Ancient Greek

Alternative forms

  • κρετέω (kretéō) Aeolic

Etymology

From κράτος (krátos, power, might) + -έω (-éō, denominative verbal suffix).

Pronunciation

 

Verb

κρατέω (kratéō)

  1. to rule, command
  2. to conquer, prevail, gain the upper hand
  3. to seize, hold

Inflection

Derived terms

  • ἀκρατέω (akratéō)
  • ἀμφικρατέω (amphikratéō)
  • ἀνακρατέω (anakratéō)
  • ἀνθοκρατέω (anthokratéō)
  • ἀνισοκρατέω (anisokratéō)
  • ἀντικρατέω (antikratéō)
  • ἀποκρατέω (apokratéō)
  • ἀριστοκρατέομαι (aristokratéomai)
  • γυναικοκρατέομαι (gunaikokratéomai)
  • δημοκρᾰτέομαι (dēmokratéomai)
  • διακρατέω (diakratéō)
  • δουλοκρατέομαι (doulokratéomai)
  • ἐγκρατέω (enkratéō)
  • ἐπικρατέω (epikratéō)
  • θαλασσοκρατέω (thalassokratéō)
  • ἱπποκρατέω (hippokratéō)
  • ἰσοκρατέω (isokratéō)
  • κατακρατέω (katakratéō)
  • Κράτιππος (Krátippos)
  • Κρᾰτῠ́λος (Kratúlos)
  • λαοκρατέομαι (laokratéomai)
  • ναυκρατέω (naukratéō)
  • ξενοκρατέομαι (xenokratéomai)
  • οἰκοκρατέομαι (oikokratéomai)
  • παθοκρατέομαι (pathokratéomai)
  • παντοκρατέω (pantokratéō)
  • παρακρατέω (parakratéō)
  • περικρατέω (perikratéō)
  • πλουτοκρατέομαι (ploutokratéomai)
  • πολυκρατέω (polukratéō)
  • πονηροκρατέομαι (ponērokratéomai)
  • προκρατέω (prokratéō)
  • σεβαστοκρατέω (sebastokratéō)
  • συγκρατέω (sunkratéō)
  • τειχοκρατέω (teikhokratéō)
  • τοποκρατέω (topokratéō)
  • ὑπερκρατέω (huperkratéō)
  • ὑποκρατέω (hupokratéō)
  • χειροκρατέω (kheirokratéō)
  • χρονοκρατέω (khronokratéō)
  • κρατεύω (krateúō)
  • κράτησις (krátēsis)
  • κρατητής (kratētḗs)
  • κρατητικός (kratētikós)
  • κρατητός (kratētós)
  • κρατήτωρ (kratḗtōr)

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.