ηθοπλαστικός
Greek
Adjective
ηθοπλαστικός • (ithoplastikós) m (feminine ηθοπλαστική, neuter ηθοπλαστικό)
Declension
declension of ηθοπλαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηθοπλαστικός | ηθοπλαστική | ηθοπλαστικό | ηθοπλαστικοί | ηθοπλαστικές | ηθοπλαστικά |
genitive | ηθοπλαστικού | ηθοπλαστικής | ηθοπλαστικού | ηθοπλαστικών | ηθοπλαστικών | ηθοπλαστικών |
accusative | ηθοπλαστικό | ηθοπλαστική | ηθοπλαστικό | ηθοπλαστικούς | ηθοπλαστικές | ηθοπλαστικά |
vocative | ηθοπλαστικέ | ηθοπλαστική | ηθοπλαστικό | ηθοπλαστικοί | ηθοπλαστικές | ηθοπλαστικά |
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.