αποκωδικοποίηση
Greek
Noun
αποκωδικοποίηση • (apokodikopoíisi) f (plural αποκωδικοποιήσεις)
Declension
declension of αποκωδικοποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποκωδικοποίηση • | αποκωδικοποιήσεις • |
genitive | αποκωδικοποίησης • αποκωδικοποιήσεως • | αποκωδικοποιήσεων • |
accusative | αποκωδικοποίηση • | αποκωδικοποιήσεις • |
vocative | αποκωδικοποίηση • | αποκωδικοποιήσεις • |
Related terms
- αποκωδικοποιώ (apokodikopoió, “to decode”)
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.