αμφισεξουαλικός
Greek
Adjective
αμφισεξουαλικός • (amfisexoualikós) m (feminine αμφισεξουαλική, neuter αμφισεξουαλικό)
Declension
declension of αμφισεξουαλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμφισεξουαλικός | αμφισεξουαλική | αμφισεξουαλικό | αμφισεξουαλικοί | αμφισεξουαλικές | αμφισεξουαλικά |
genitive | αμφισεξουαλικού | αμφισεξουαλικής | αμφισεξουαλικού | αμφισεξουαλικών | αμφισεξουαλικών | αμφισεξουαλικών |
accusative | αμφισεξουαλικό | αμφισεξουαλική | αμφισεξουαλικό | αμφισεξουαλικούς | αμφισεξουαλικές | αμφισεξουαλικά |
vocative | αμφισεξουαλικέ | αμφισεξουαλική | αμφισεξουαλικό | αμφισεξουαλικοί | αμφισεξουαλικές | αμφισεξουαλικά |
Synonyms
- αμφιφυλόφιλος (amfifylófilos)
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.