αμφίστομος
Greek
Adjective
αμφίστομος • (amfístomos) m (feminine αμφίστομη, neuter αμφίστομο)
Declension
declension of αμφίστομος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμφίστομος | αμφίστομη | αμφίστομο | αμφίστομοι | αμφίστομες | αμφίστομα |
genitive | αμφίστομου | αμφίστομης | αμφίστομου | αμφίστομων | αμφίστομων | αμφίστομων |
accusative | αμφίστομο | αμφίστομη | αμφίστομο | αμφίστομους | αμφίστομες | αμφίστομα |
vocative | αμφίστομε | αμφίστομη | αμφίστομο | αμφίστομοι | αμφίστομες | αμφίστομα |
Synonyms
- αμφίκοπος (amfíkopos)
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.