αγοραστικός
Greek
Adjective
αγοραστικός • (agorastikós) m (feminine αγοραστική, neuter αγοραστικό)
- buying, purchasing
- οι αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων καταναλωτών
- the purchasing habits of the Greek consumer
- το αγοραστικό κοινό
- the buying public
- οι αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων καταναλωτών
Declension
declension of αγοραστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγοραστικός | αγοραστική | αγοραστικό | αγοραστικοί | αγοραστικές | αγοραστικά |
genitive | αγοραστικού | αγοραστικής | αγοραστικού | αγοραστικών | αγοραστικών | αγοραστικών |
accusative | αγοραστικό | αγοραστική | αγοραστικό | αγοραστικούς | αγοραστικές | αγοραστικά |
vocative | αγοραστικέ | αγοραστική | αγοραστικό | αγοραστικοί | αγοραστικές | αγοραστικά |
Related terms
- see: αγορά f (agorá, “market, bazaar”)
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.