αγγειολογικός
Greek
Adjective
αγγειολογικός • (angeiologikós) m (feminine αγγειολογική, neuter αγγειολογικό)
Declension
declension of αγγειολογικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγειολογικός | αγγειολογική | αγγειολογικό | αγγειολογικοί | αγγειολογικές | αγγειολογικά |
genitive | αγγειολογικού | αγγειολογικής | αγγειολογικού | αγγειολογικών | αγγειολογικών | αγγειολογικών |
accusative | αγγειολογικό | αγγειολογική | αγγειολογικό | αγγειολογικούς | αγγειολογικές | αγγειολογικά |
vocative | αγγειολογικέ | αγγειολογική | αγγειολογικό | αγγειολογικοί | αγγειολογικές | αγγειολογικά |
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.