κομμάτι

Greek

Etymology

From Byzantine Greek κομμάτι (kommáti), from Ancient Greek κόμμα (kómma).

Noun

κομμάτι (kommáti) n (plural κομμάτια)

  1. potsherd, shard
  2. piece, item, unit
  3. (music) part
  4. (chess) piece (mostly used for one of: Knight, bishop or rook)

Declension

  • γίνομαι κομμάτια (gínomai kommátia)
    • γίνομαι χίλια κομμάτια (gínomai chília kommátia)
  • κάνω το κομμάτι μου (káno to kommáti mou)
  • κομμάτα (kommáta)
  • κομματάκι (kommatáki)
  • κομματάρα (kommatára)
  • κομματιάζω (kommatiázo)
  • κομμάτια να γίνει (kommátia na gínei)
  • με το κομμάτι (me to kommáti)
  • στα κομμάτια (sta kommátia)
    • πήγαινε στα κομμάτια (pígaine sta kommátia)
    • άι στα κομμάτια (ái sta kommátia, 1. beat it!, buzz off! 2. what the heck!)
  • τι στα κομμάτια (ti sta kommátia)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.