αστιγματικός
Greek
Adjective
αστιγματικός • (astigmatikós) m (feminine αστιγματική, neuter αστιγματικό)
- astigmatic, suffering from astigmatism.
Declension
declension of αστιγματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστιγματικός | αστιγματική | αστιγματικό | αστιγματικοί | αστιγματικές | αστιγματικά |
genitive | αστιγματικού | αστιγματικής | αστιγματικού | αστιγματικών | αστιγματικών | αστιγματικών |
accusative | αστιγματικό | αστιγματική | αστιγματικό | αστιγματικούς | αστιγματικές | αστιγματικά |
vocative | αστιγματικέ | αστιγματική | αστιγματικό | αστιγματικοί | αστιγματικές | αστιγματικά |
This article is issued from
Wiktionary.
The text is licensed under Creative
Commons - Attribution - Sharealike.
Additional terms may apply for the media files.