αμπαζούρ

αμπαζούρ (Neugriechisch)

Substantiv, n

Singular Plural

Nominativ το αμπαζούρ τα αμπαζούρ

Genitiv του αμπαζούρ των αμπαζούρ

Akkusativ το αμπαζούρ τα αμπαζούρ

Vokativ αμπαζούρ αμπαζούρ

Worttrennung:

αμπα·ζούρ, Plural: αμπα·ζούρ

Aussprache:

IPA: [abaˈzur]
Hörbeispiele:

Bedeutungen:

[1] Lampenschirm, Schirm, Abatjour

Herkunft:

Entlehnung aus dem französischen abat-jour  fr[1]

Beispiele:

[1]

Übersetzungen

Referenzen und weiterführende Informationen:

[1] PONS Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αμπαζούρ
[1] Langenscheidt Griechisch-Deutsch, Stichwort: „αμπαζούρ
[1] Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αμπαζούρ

Quellen:

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Λεξικό της κοινής νεοελληνικής: „αμπαζούρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.